θελξικάρδιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θελξικάρδιος < μεσαιωνική ελληνική θελξικάρδιος < θελξι- (< θέλγω) + -κάρδιος (< καρδία)
Επίθετο
[επεξεργασία]θελξικάρδιος, -α, -ο
- που μας ευχαριστεί, που μας κάνει να χαιρόμαστε
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θελξικάρδιος
|