θεοφώτιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θεοφώτιστος < μεσαιωνική ελληνική θεοφώτιστος < θεός + φωτίζω + -τος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /θe.oˈfo.ti.stos/
Επίθετο
[επεξεργασία]θεοφώτιστος, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θεοφώτιστος
|