θεώρημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θεώρημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεώρημα < θεωρέω, -ῶ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /θeˈo.ɾi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ώ‐ρη‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θεώρημα ουδέτερο
- (λογική, μαθηματικά) πρόταση που αποδεικνύεται αληθής με βάση αξιώματα, άλλες αποδεδειγμένες προτάσεις και κανόνες μαθηματικής λογικής[1]
- ↪ Το θεώρημα τεσσάρων χρωμάτων αποδείχτηκε το 1976, με τη βοήθεια υπολογιστή
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- θεώρημα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Γεώργιος Βούρος (Πάτρα 2002), «Διακριτά Μαθηματικά», σελ. 35. Προσπέλαση 2020-02-28
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θεώρημα < θεωρέω, -ῶ, θεωρη- + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θεώρημα ουδέτερο
- θέαμα
- όραμα
- υπόθεση, θεωρία
- τα δεδομένα και οι κανόνες μιας τέχνης
- (μαθηματικά) το μαθηματικό θεώρημα
- η έρευνα και το αντικείμενο μιας έρευνας
Πηγές
[επεξεργασία]- θεώρημα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θεώρημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογική (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μαθηματικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)