θρησκευτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θρησκευτικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θρησκευτικότητα θηλυκό
- η πίστη των ανθρώπων σε ένα ανώτερο ον, στο θεό
- η ιδιότητα του θρησκευόμενου, η εκδήλωση της θρησκευτικής πίστης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θρησκευτικότητα