θρούμπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θρούμπα | οι | θρούμπες |
γενική | της | θρούμπας | των | θρουμπών |
αιτιατική | τη | θρούμπα | τις | θρούμπες |
κλητική | θρούμπα | θρούμπες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θρούμπα < μεσαιωνική ελληνική δρούπα < (ελληνιστική κοινή) δρύππα < αρχαία ελληνική δρυπεπής (ἐλαία) (με παρετυμολογική επίδραση της λέξης θρούμπι)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θρούμπα θηλυκό
- (γαστρονομία) ελιά που έχει ωριμάσει και αρωματιστεί με θρούμπι ή άλλα αρωματικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θρούμπα
|