θρόισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θρόισμα τα θροΐσματα
      γενική του θροΐσματος των θροϊσμάτων
    αιτιατική το θρόισμα τα θροΐσματα
     κλητική θρόισμα θροΐσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θρόισμα < (θροΐζω) θροϊσ- + -μα < αρχαία ελληνική θρόος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈθɾo.i.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θρό‐ι‐σμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θρόισμα ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]