θρύβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θρύβω < αρχαία ελληνική θρύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dhreus- (θραύω, σπάω)

θρύβω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]