θωράκιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θωράκιση | οι | θωρακίσεις |
γενική | της | θωράκισης* | των | θωρακίσεων |
αιτιατική | τη | θωράκιση | τις | θωρακίσεις |
κλητική | θωράκιση | θωρακίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θωρακίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θωράκιση < θωρακίζω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cuirassement)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θωράκιση θηλυκό
- η ενέργεια που κάνει κάποιος για να θωρακίσει κάτι, να το προστατέψει αποτελεσματικά
- ένα πρόσθετο στρώμα υλικού που προστίθεται σε μια επιφάνεια για να τη θωρακίσει
- πόρτες με διπλή θωράκιση από γαλβανισμένη λαμαρίνα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)