ιατροχειρουργικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιατροχειρουργικός η ιατροχειρουργική το ιατροχειρουργικό
      γενική του ιατροχειρουργικού της ιατροχειρουργικής του ιατροχειρουργικού
    αιτιατική τον ιατροχειρουργικό την ιατροχειρουργική το ιατροχειρουργικό
     κλητική ιατροχειρουργικέ ιατροχειρουργική ιατροχειρουργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιατροχειρουργικοί οι ιατροχειρουργικές τα ιατροχειρουργικά
      γενική των ιατροχειρουργικών των ιατροχειρουργικών των ιατροχειρουργικών
    αιτιατική τους ιατροχειρουργικούς τις ιατροχειρουργικές τα ιατροχειρουργικά
     κλητική ιατροχειρουργικοί ιατροχειρουργικές ιατροχειρουργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιατροχειρουργικός < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἰατροχειρουργικός, ήδη το 1849. [1] Μορφολογικά αναλύεται σε ιατρο- + χειρουργικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.a.tɾo.çi.ɾuɾ.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐α‐τρο‐χει‐ρουρ‐γι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

ιατροχειρουργικός, -ή, -ό

  • σχετικός με τους ιατρούς και τους χειρουργούς
    ※  Η Ιατροχειρουργική Εταιρεία Κέρκυρας ιδρύθηκε το 1897 […] Η Κέρκυρα μακριά από την πρωτεύουσα είχε ανάγκη επιστημονικής ενημέρωσης και επί πλέον ανάγκη από επιστήμονες γιατρούς και χειρουργούς
    @ixek.gr Σύντομο ιστορικό της Ιατροχειρουργικής Εταιρίας Κέρκυρας (ΙΧΕΚ)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 281, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου