ιδιοπαθής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιδιοπαθής: πιθανόν από την ελληνιστική κοινή
Επίθετο
[επεξεργασία]ιδιοπαθής, -ής, -ές
- (ιατρική) χαρακτηρισμός για ασθένεια που δεν έχει γνωστά παθολογικά αίτια
- ο ασθενής πάσχει από ιδιοπαθή υπέρταση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιδιοπαθής
|