ιδιοσκεύασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ιδιοκατασκεύασμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιδιοσκεύασμα τα ιδιοσκευάσματα
      γενική του ιδιοσκευάσματος των ιδιοσκευασμάτων
    αιτιατική το ιδιοσκεύασμα τα ιδιοσκευάσματα
     κλητική ιδιοσκεύασμα ιδιοσκευάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιδιοσκεύασμα < ιδιο- + σκεύασμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ιδιοσκεύασμα ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]