ιδρύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἱδρύω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιδρύω < αρχαία ελληνική ἱδρύω < πρωτοελληνική *heďďomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sed-ye- < *sed- (κάθομαι)

ιδρύω, πρτ.: ίδρυα, στ.μέλλ.: θα ιδρύσω, αόρ.: ίδρυσα, παθ.φωνή: ιδρύομαι

  1. δημιουργώ, παίρνω την πρωτοβουλία της δημιουργίας για
    • νομικό πρόσωπο ή οργανισμό
    • πόλη (χτίζω)
    • κοινόχρηστο οικοδόμημα (χτίζω)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]