ιεροσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιεροσύνη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱερωσύνη. Συγχρονικά αναλύεται σε ιερ- + -οσύνη, κατά τα ουσιαστικά σε -οσύνη). Η ορθογραφική απλοποίηση με όμικρον, ήδη από το μεσαιωνικό ἱερoσύνη.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.e.ɾoˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ε‐ρο‐σύ‐νη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιεροσύνη θηλυκό
- (θρησκεία, εκκλησιαστικός όρος) το αξίωμα, το λειτούργημα του ιερέα
- η χειροτονία ιερέα, ο διορισμός του με ειδική τελετή
- το σύνολο των ιερέων, το ιερατείο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη ιερός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιεροσύνη
Πηγές
[επεξεργασία]- ιεροσύνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ιεροσύνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ιερ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -οσύνη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)