ιζηματοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιζηματοποίηση | οι | ιζηματοποιήσεις |
γενική | της | ιζηματοποίησης* | των | ιζηματοποιήσεων |
αιτιατική | την | ιζηματοποίηση | τις | ιζηματοποιήσεις |
κλητική | ιζηματοποίηση | ιζηματοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιζηματοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιζηματοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ιζηματοποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιζηματοποίηση