ιντερνετάκιας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιντερνετάκιας | οι | ιντερνετάκηδες |
γενική | του | ιντερνετάκια | των | ιντερνετάκηδων |
αιτιατική | τον | ιντερνετάκια | τους | ιντερνετάκηδες |
κλητική | ιντερνετάκια | ιντερνετάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιντερνετάκιας αρσενικό
- (νεολογισμός, οικείο) χαρακτηρισμός ατόμου που ασχολείται υπερβολικά με το ίντερνετ
- (κατ’ επέκταση) χαρακτηρισμός ατόμου που θεωρούμε ότι γνωρίζει αρκετά για το διαδίκτυο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιντερνετάκιας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γυαλάκιας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άκιας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)