ισιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ισιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἰσιάζω < ἴσιος < αρχαία ελληνική ἴσος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈsça.zo/ & /iˈsi̯a.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σιά‐ζω

ισιάζω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Τύποι κατά την Άννα Ιορδανίδου:[1], αόρ.: ίσιασα, μτχ.π.π.: ισιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Τύποι κατα το Λεξικό Τριανταφυλλίδη:[2], αόρ.: ίσιαξα (χωρίς παθητική φωνή)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992). 
  2. ισιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    Ρήμα 2.3. (όπως πλέκω) α (ενεργητική φωνή)