ισλανδικών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ισλανδικών
- γενική πληθυντικού του ισλανδικός
- γενική πληθυντικού του ισλανδική
- γενική πληθυντικού του ισλανδικό