ισορροπημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ισορροπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ισορροπώ < αρχαία ελληνική ἰσορροπέω / ἰσορροπῶ < ἴσος + ῥέπω < (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική équilibré)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.so.ɾo.piˈme.nos/
Μετοχή
[επεξεργασία]ισορροπημένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που ισορροπεί, που διατηρεί την ισορροπία του
- (μεταφορικά) που διατηρεί την πνευματική ή ψυχική ισορροπία του
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)