κάπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kh₂pi- (=λαμβάνω, παίρνω)
Ρήμα
[επεξεργασία]κάπτω
- καταπίνω λαίμαργα, καταβροχθίζω, αρπάζω