κάτοχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κάτοχος οι κάτοχοι
      γενική του/της κατόχου των κατόχων
    αιτιατική τον/την κάτοχο τους/τις κατόχους
     κλητική κάτοχε κάτοχοι
Κατηγορία όπως «κάτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάτοχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κάτοχος (αρχαία σημασία: κατεχόμενος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κάτοχος αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός που κατέχει (έχει δικό του) ένα αντικείμενο
  • αυτός που κατέχει (ξέρει καλά) κάτι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάτοχος < κατέχω

Επίθετο

[επεξεργασία]

κάτοχος