κέρασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κέρασμα < αρχαία ελληνική κέρασμα < κεράννυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱerh₂- < *ḱer- (αυξάνω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈce.ɾa.zma/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κέρασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κερνώ
- η πληρωμή των εξόδων για κάποιο γεύμα, ποτό κ.λπ., ως προσφορά σε κάποιον
- η προσφορά ενός γλυκού ή ποτού σε κάποιον που μας επισκέπτεται
- (κατ’ επέκταση) το γλύκισμα ή το ποτό που προσφέρεται σε κάποιον που μας επισκέπτεται
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κερνώ