κέρασος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κέρασος | οι | κέρασοι (κέρασες) |
γενική | της | κεράσου | των | κεράσων |
αιτιατική | την | κέρασο | τις | κεράσους (κέρασες) |
κλητική | κέρασε (κέρασο) | κέρασοι (κέρασες) | ||
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κέρασος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κερασός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κέρασος θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κέρασος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'διάμετρος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)