καγκελόπορτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καγκελόπορτα οι καγκελόπορτες
      γενική της καγκελόπορτας των καγκελοπορτών
    αιτιατική την καγκελόπορτα τις καγκελόπορτες
     κλητική καγκελόπορτα καγκελόπορτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καγκελόπορτα < κάγκελ(ο) + -ό- + πόρτα
Ξύλινη καγκελόπορτα.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καγκελόπορτα θηλυκό

  • η πόρτα, συνήθως ενός περιβόλου ή αυλής, που είναι φτιαγμένη από κάγκελα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]