καδραρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]καδραρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καδράρω
Μετοχή
[επεξεργασία]καδραρισμένος, -η, -ο
- τοποθετημένος μέσα σε κάδρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καδραρισμένος
|