καθαγιασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.θa.ʝi.aˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θα‐γι‐α‐σμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καθαγιασμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθαγιάζω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καθαγιασμός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ καθαγιασμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας