καθαρά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

καθαρά < καθαρός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

καθαρά

  1. με καθαρό τρόπο
    αν και μόλις τριών ετών, μιλάει πολύ καθαρά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

καθαρά