καθεμιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καθεμιά < καθεμία < (ελληνιστική κοινή) καθεμία, θηλυκό του καθεῖς
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
[επεξεργασία]καθεμιά θηλυκό
- άλλη μορφή του καθεμία