καθώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καθώς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καθώς < (κατά) καθ- + ὡς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaˈθos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θώς

Επίρρημα

[επεξεργασία]

καθώς

  • (αναφορικό τροπικό) όπως
    ※  Τότε η Ερμιόνη συμμαζώνεται στον εαυτό της, καθώς το λαβωμένο λιοντάρι, και καρτερεί την ανάρρωση. (Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος Οι μουσμουλιές [διήγημα])

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

καθώς

  1. (εισάγει χρονικές προτάσεις που δηλώνουν το ταυτόχρονο) κατά τη διάρκεια, ενώ, όταν
    καθώς ερχόμουν εδώ, συνέβη κάτι αναπάντεχο
  2. (εισάγει αιτιολογικές προτάσεις) επειδή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καθώς < (κατά) καθ- + ὡς. . Σπάνια πριν από τον Αριστοτέλη. [1]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

καθώς

  1. (τροπικό επίρρημα)
  2. (χρονικό επίρρημα) πώς, με ποιο τρόπο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.