κακούρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κακούρης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κακούρης οι κακούρηδες
      γενική του κακούρη των κακούρηδων
    αιτιατική τον κακούρη τους κακούρηδες
     κλητική κακούρη κακούρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κακούρης < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaˈku.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κού‐ρης
τονικό παρώνυμο: Κακούρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κακούρης αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014