καλαντίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλαντίστρια < καλαντιστής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλαντίστρια θηλυκό (αρσενικό καλαντιστής)
- αυτή που λέει τα κάλαντα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλαντίστρια
|