καλικούτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Ο Χριστός καλικούτσα στον Άγιο Χριστόφορο, για να περάσει χείμαρρο
Ομιλητής καλικούτσα σε άνθρωπο για να τον βλέπει το πλήθος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλικούτσα < λέξη αρβανίτικης προέλευσης [1] [2] λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

[επεξεργασία]

καλικούτσα

  • καβάλα, ιππαστί, στην πλάτη άλλου ανθρώπου, συνήθως αναφέρεται με το παίρνω: «παίρνω καλικούτσα»
    ※  Αυτό είναι αγάπη! Να την παίρνει καλικούτσα για να μην κάψει τα πατουσάκια της (gossip-tv.gr)
    ※  ''ΔΕΣ ΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ να ζηλέψεις! Η Θυγατέρα ιππαστί, πάνω μου καβαλικευτά, καλικούτσα, ίσον δηλαδή «όταν οι παίδες επί των ώμων περιβάδην καθέζωνται», χαιρετά το Ιόνιο. (tovima.gr)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]