καλιούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]καλιούχος
- που περιέχει κάλιο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κάλιο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλιούχος
|