καλλωπιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλλωπιστικός < ελληνιστική κοινή καλλωπιστικός < αρχαία ελληνική καλλωπίζω < κάλλος + ὤψ
Επίθετο
[επεξεργασία]καλλωπιστικός, -ή, -ό
- που εκτιμάται για την ομορφιά του και χρησιμοποιείται ή είναι κατάλληλος για διακόσμηση, για καλλωπισμό
- η τριανταφυλλιά είναι από τα πιο δημοφιλή καλλωπιστικά φυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- καλλωπιστικά
- → δείτε τις λέξεις καλλωπίζω, κάλλος και όψη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλλωπιστικός