καλομεταχειρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλομεταχειρισμένος: μετοχή. Μορφολογικά αναλύεται σε καλο- + μεταχειρισμένος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.lo.me.ta.çi.ɾiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐με‐τα‐χει‐ρι‐σμέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]καλομεταχειρισμένος, -η, -ο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) (μετοχή παθητικού παρακειμένου)
- μετοχή παρακειμένου του παθητικού ρήματος καλομεταχειρίζομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλομεταχειρισμένος
|
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα καλο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετα- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)