καλοστρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.lo.stɾoˈme.nos/
Μετοχή
[επεξεργασία]καλοστρωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καλοστρώνω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις καλοστρώνω, καλός και στρώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλοστρωμένος
|