καλπονοθεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλπονοθεία θηλυκό
- η νόθευση των εκλογικών αποτελεσμάτων και της βούλησης του εκλογικού σώματος με ποικίλους δόλιους τρόπους
- (κατ’ επέκταση) η νόθευση της αλήθειας, η παραποίησή της
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- καλπονοθευτικά
- καλπονοθευτικός
- → δείτε τις λέξεις καλπονοθεύω, κάλπη και νόθος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλπονοθεία