καμπούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καμπούρα | οι | καμπούρες |
γενική | της | καμπούρας | των | (καμπουρών) |
αιτιατική | την | καμπούρα | τις | καμπούρες |
κλητική | καμπούρα | καμπούρες | ||
συνηθισμένη γενική πληθυντικού: των καμπούρων | ||||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καμπούρα < καμπούρ(ης) + -α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καμπούρα θηλυκό
- παραμορφωτική κύρτωση της ράχης
- (μεταφορικά) η ράχη, η πλάτη· λέγεται για οτιδήποτε μας επιβαρύνει
- έχει εξήντα χρόνια στην καμπούρα του
- (κατ' επέκταση) οποιαδήποτε κύρτωση μιας επιφάνειας
- ο ύβος της καμήλας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καμπούρα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]καμπούρα θηλυκό