καμτσίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καμτσίκι τα καμτσίκια
      γενική του καμτσικιού των καμτσικιών
    αιτιατική το καμτσίκι τα καμτσίκια
     κλητική καμτσίκι καμτσίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καμτσίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kamç(ı) + -ίκι[1] < παλαιά τουρκική kamçı < πρωτοτουρκική

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kamˈt͡si.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καμ‐τσί‐κι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καμτσίκι ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]