κανοναρχώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κανοναρχώ < μεσαιωνική ελληνική κανοναρχῶ < ελληνιστική κοινή κανονάρχης < αρχαία ελληνική κανών + ἄρχω
Ρήμα
[επεξεργασία]κανοναρχώ
- (θρησκεία) είμαι κανονάρχης και εκτελώ το σχετικό διακόνημα
- (μεταφορικά, μειωτικό) υποβάλλω σε κάποιον απόψεις (δικές μου ή άλλες), τις οποίες αναπαράγει σαν να ήταν δικές του
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κανονάρχης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κανοναρχώ
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)