καντονέζικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | καντονέζικα | ||
γενική | των | καντονέζικων | ||
αιτιατική | τα | καντονέζικα | ||
κλητική | καντονέζικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καντονέζικα < Καντόνα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kan.doˈne.zi.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ντο‐νέ‐ζι‐κα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καντονέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- σινιτική γλώσσα που ομιλείται κυρίως στο νοτιοανατολικό τμήμα της ηπειρωτικής Κίνας, στην Καντόνα, στο Χονγκ Κονγκ και στο Μακάο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καντονέζικα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)