καντούνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καντούνι τα καντούνια
      γενική του καντουνιού των καντουνιών
    αιτιατική το καντούνι τα καντούνια
     κλητική καντούνι καντούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καντούνι < μεσαιωνική ελληνική καντούνι < βενετική canton + [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kanˈdu.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ντού‐νι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
Καντούνι στην πόλη της Κέρκυρας

καντούνι ουδέτερο

  1. (κυπριακά) η στροφή, η καμπή του δρόμου
  2. (επτανησιακά ιδιώματα) στενός δρόμος, σοκάκι
    ※  Κέρκυρα Κέρκυρα με το Ποντικονήσι / Με τα καντούνια τα στενά, που τα 'χω σεργιανίσει (Κέρκυρα Κέρκυρα, στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος, μουσική: Γιώργος Κατσαρός, πρώτη εκτέλεση: Ρένα Βλαχοπούλου, 1972)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]