καπελώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καπελώνω < καπέλο + -ωνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.peˈlo.no/

καπελώνω

  1. φορώ σε κάποιον καπέλο
  2. (μεταφορικά) επιβάλλομαι με την άποψή μου σε κάποιον ή εκμεταλλεύομαι ό,τι κάνει προς όφελός μου
  3. (μεταφορικά) υποτιμώ/σιγάζω κάποιον ή θέση του προωθώντας υπέρμετρα τις θέσεις/επιδιώξεις μου
  4. κερδοσκοπώ αυξάνοντας πέρα από τα επιτρεπτά όρια τις τιμές των προϊόντων

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]