καπνοδοχοκαθαριστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καπνοδοχοκαθαριστής < καπνοδόχ(ος) + -ο- + καθαριστής, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική chimney sweep
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καπνοδοχοκαθαριστής αρσενικό
- (επάγγελμα) επαγγελματίας που καθαρίζει καπνοδόχους
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις καπνοδόχος και καθαρός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καπνοδοχοκαθαριστής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)