καρβούνισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρβούνισμα τα καρβουνίσματα
      γενική του καρβουνίσματος των καρβουνισμάτων
    αιτιατική το καρβούνισμα τα καρβουνίσματα
     κλητική καρβούνισμα καρβουνίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρβούνισμα < καρβουνίζω + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καρβούνισμα[1] ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]