καρδάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καρδάρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρδάρα οι καρδάρες
      γενική της καρδάρας των καρδαρών
    αιτιατική την καρδάρα τις καρδάρες
     κλητική καρδάρα καρδάρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρδάρα < καρδάρι +

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καρδάρα θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]