καρτούν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρτούν < (άμεσο δάνειο) αγγλική cartoon < γαλλική carton < ιταλική cartone, μεγεθυντικό του carta < λατινική carta < αρχαία ελληνική χάρτης (αντιδάνειο) < χαράσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰer- (χαράσσω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaɾˈtun/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐τούν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρτούν ουδέτερο άκλιτο
- (κινηματογράφος) σχέδιο ή ζωγραφιά που μαζί με άλλα δημιουργούν μια ταινία κινούμενων σχεδίων και (κατ’ επέκταση) η ίδια η ταινία κινούμενων σχεδίων
- (τέχνη) σχέδιο ή ζωγραφιά που μαζί με άλλα δημιουργούν μια κωμική ιστορία ή σχόλιο σε έντυπη μορφή
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις χάρτης και χαρτί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
- Τέχνες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)