καρτόφ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική καρτόφ καρτόφεα
γενική καρτοφί καρτοφίων
αιτιατική καρτόφ καρτόφεα
κλητική καρτόφ καρτόφεα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρτόφ < (άμεσο δάνειο) ρωσική картоф < картофель < γερμανική Kartoffel < Tartuffel / Tartüffel < ιταλική tartufolo, υποκοριστικό του tartufo < μεσαιωνική λατινική *territūberum < λατινική terrae tuber

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaɾˈtɔf/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καρτόφ ουδέτερο

  • (λαχανικό) η πατάτα
    Εμπροστά τ' έστεκανε ένα κουμούλ καρτόφεα
    (Μπροστά του βρισκόταν ένας σωρός πατάτες)

Συγγενικά

[επεξεργασία]