καρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρώνω < αρχαία ελληνική καρόω / καρῶ < κάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱrhesn

καρώνω

  1. (λαϊκότροπο) (μεταβατικό) κάνω κάποιον να πέσει σε λήθαργο
  2. (λαϊκότροπο) (αμετάβατο) πέφτω σε λήθαργο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]