κασσιτέρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κασσιτέρωση | οι | κασσιτερώσεις |
γενική | της | κασσιτέρωσης* | των | κασσιτερώσεων |
αιτιατική | την | κασσιτέρωση | τις | κασσιτερώσεις |
κλητική | κασσιτέρωση | κασσιτερώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κασσιτερώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κασσιτέρωση < κασσιτερώνω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κασσιτέρωση θηλυκό
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του κασσιτερώνω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κασσιτέρωση
|