καταβρόχθιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταβρόχθιση | οι | καταβροχθίσεις |
γενική | της | καταβρόχθισης* | των | καταβροχθίσεων |
αιτιατική | την | καταβρόχθιση | τις | καταβροχθίσεις |
κλητική | καταβρόχθιση | καταβροχθίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταβροχθίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταβρόχθιση < καταβροχθίζω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταβρόχθιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταβροχθίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταβρόχθιση
|